- ωρίως
- Α(κατά το λεξ. Σούδα) «κατὰ καιρόν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡρίως — ὥριος produced in season adverbial ὥριος produced in season masc acc pl (doric) ὥριος produced in season adverbial ὥριος produced in season masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριος — (I) ον, Α νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος» (αλλά και ὤρος ἡ νύξ, Ησύχ.)]. (II) ον, Α δωρ. τ. τού ούριος (Ι). (III) ία, ον, θηλ. και ος, Α [ὥρα] (ποιητ. τ.) 1. (κυρίως για καρπούς) αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή τού έτους 2. (για… … Dictionary of Greek